κατακρουνισμός

κατακρουνισμός
κατακρουνισμός
douche
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακρουνισμός — ο (Α κατακρουνισμός) [κατακρουνίζω] το να ρίχνει κανείς προς τα κάτω άφθονο νερό σαν να προέρχεται από κρουνό νεοελλ. είδος υδροθεραπείας, χύσιμο άφθονου νερού από μικρό ύψος πάνω σε ασθενή …   Dictionary of Greek

  • κατακρουνισμοῖς — κατακρουνισμός douche masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρουνισμοῦ — κατακρουνισμός douche masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρουνισμῶν — κατακρουνισμός douche masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρουνισμῷ — κατακρουνισμός douche masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”